- μασκαράτα
- ηομάδα ή πομπή από μασκαράδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mascarata (πρβλ. μαντολινάτα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μασκαράτα — η (λ. ιταλ.), γιορτή ή πομπή από μασκαρεμένους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μαντολινάτα — η 1. ορχήστρα από μαντολίνα, κιθάρες και μαντόλες 2. μουσικό κομμάτι που συνοδεύεται από μαντολίνο ή από μαντολινάτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mandolinata < mandola (πρβλ. μασκαράτα)] … Dictionary of Greek
Μοράβια, Αλμπέρτο — (Alberto Moravia, Ρώμη 1907 – 1990). Λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού συγγραφέα Αλμπέρτο Πιντσέρλε (Alberto Pincherle). Ασχολείται επίσης με τη δημοσιογραφία και με την κινηματογραφική κριτική. Πρωτοεμφανίστηκε με το μυθιστόρημα Οι αδιάφοροι… … Dictionary of Greek
Χίλντεμπραντ — (Hildebrand, ψευδώνυμο του Nicolaas Beets, Χάαρλεμ 1814 – Ουτρέχτη 1903). Ολλανδός συγγραφέας. Αφού δέχτηκε την επίδραση του ρομαντισμού του Μπίλντερντέικ και κυρίως του Μπάυρον (στα αφηγηματικά ποιήματα Χοσέ, μια ισπανική ιστορία 1834, και Γκυ,… … Dictionary of Greek